χαλαρά — χαλαρός slack neut nom/voc/acc pl χαλαρά̱ , χαλαρός slack fem nom/voc/acc dual χαλαρά̱ , χαλαρός slack fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαρά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ.) του νομού Καστοριάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.). * * * Ν επίρρ. βλ. χαλαρός … Dictionary of Greek
χαλαρᾷ — χαλαρός slack fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαράν — χαλαρά̱ν , χαλαρός slack fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλαράς — χαλαρά̱ς , χαλαρός slack fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλαρο — το, Ν 1. ερείπιο 2. πετρώδης τόπος 3. στον πληθ. τα χάλαρα το λειρί τού κόκορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά συν. στον πληθ. χάλαρα, ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. πληθ. χαλαρά τού επιθ. χαλαρός με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. νεκρός: νέκρα, ψυχρός:… … Dictionary of Greek
χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ … Dictionary of Greek
Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… … Dictionary of Greek